καισαρικός

καισαρικός
η , ό[ν] :

καισαρική τομή мед. — кесарево сечение


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καισαρικός" в других словарях:

  • καισαρικός — ή, ό 1. καισάρειος*. 2. φρ. ιατρ. «καισαρική τομή» η διάνοιξη τού πρόσθιου τοιχώματος τής μήτρας διά μέσου τών κοιλιακών τοιχωμάτων και τού περιτοναίου τής εγκύου και η εξαγωγή τού εμβρύου, όταν είναι αδύνατη ή δυσχερής η εξαγωγή από τη… …   Dictionary of Greek

  • καισαρικός — ή, ό χρησιμοποιείται στη φράση «καισαρική τομή», πουσημαίνει τη διάνοιξη με εγχείρηση της κοιλιάς για εξαγωγή του εμβρύου, όταν ο τοκετός δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καισάρειος — α, ο (Α καισάρειος, ον θηλ. και εία) αυτός που ανήκει στον καίσαρα, καισαρικός, αυτοκρατορικός αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Καισάρειος και ιος (ενν. μήν) Καισαρεών* 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί Καισάρειοι οι απελεύθεροι τού Καίσαρος 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»